- αποβραδίς
- και -δύς επίρρ.το βράδυ, το περασμένο βράδυ.[ΕΤΥΜΟΛ. < από -* + βραδύ (< βραδύς). Το -ς (αποβραδύς) και η γραφή σε -ις (αποβραδίς) κατά το ενωρίς κ.τ.ό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποβραδίς — επίρρ. χρον., από το βράδυ: Αποβραδίς ήμασταν μαζί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ίς — (Μ ίς) κατάλ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία εμφανίζεται σε επιρρ., κυρίως χρονικά.Παραδείγματα λ. σε ίς είναι: αποβραδίς, αποκαινουργίς, αποσπερίς, κοντοβραδίς, κοντολογίς, μεσονυχτίς, μεσοχρονίς, μονομερίς, μονοστιγμίς, μονοχρονίς,… … Dictionary of Greek
αποσπέρα — κ. σπέρας κ. σπερού κ. σπερίς επίρρ. 1. αποβραδίς, απ το προηγούμενο βράδι 2. το βράδι, κατά το βράδι … Dictionary of Greek
δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… … Dictionary of Greek
ζυμώνω — (AM ζυμῶ, όω, Μ και ζυμώνω) 1. αναμιγνύω αλεύρι ή άλλο αμυλώδες υλικό με νερό, μαλάσσω το μίγμα για να δημιουργηθεί μάζα πηχτή («ζυμώνω ψωμί») 2. αναμιγνύω οποιαδήποτε ύλη με νερό καθιστώντας την πολτώδη («ζυμώνω γύψο») 3. παρασκευάζω μίγμα με… … Dictionary of Greek
παραγάδι — το ιού, ψαράδικο εργαλείο με πολλά αγκίστρια, αλλ. πολυάγκιστρο: Οι ψαράδες αποβραδίς ρίχνουν το παραγάδι και το μαζεύουν το πρωί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)